μεσοκαιρίτης

μεσοκαιρίτης
και μισοκαιρίτης, ο, θηλ. μεσοκαιρίτισσα (Μ μεσοκαιρίτης και μεσοκιρίτης)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής ζωής του, στο μέσο τής ηλικίας του, μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -καιρίτης (< καιρός + κατάλ. -ίτης), πρβλ. πολυ-καιρίτης, συγ-καιρίτης (για τη σχέση μεταξύ μεσοκαιρίτης και μισοκαιρίτης βλ. μεσ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσοκαιρίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσόκοπος, ο μεσήλικας: Μιλούσε με μια μεσοκαιρίτισσα γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκιρίτης — μεσοκιρίτης, ό βλ. μεσοκαιρίτης …   Dictionary of Greek

  • μισοκαιρίτης — ο βλ. μεσοκαιρίτης …   Dictionary of Greek

  • μεσόκοπος — η, ο αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικας, ο μεσοκαιρίτης: Είναι μεσόκοπη αλλά παριστάνει τη νεαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”